ΓΕΩΡΓΙΑ | 1924-1990
Οι Πρώτοι Εκζητητές της Αλήθειας
ΗΔΗ από τη δεκαετία του 1920, οι Σπουδαστές της Γραφής προσπαθούσαν να πλησιάσουν τους ειλικρινείς εκζητητές της αλήθειας στη Γεωργία. Το 1924, ιδρύθηκε ένα γραφείο στη Βηρυτό του Λιβάνου για να κατευθύνει το έργο κηρύγματος στην περιοχή που περιλάμβανε την Αρμενία, τη Γεωργία, τη Συρία και την Τουρκία.
Αν και μπορεί να είχαν σπαρθεί κάποιοι σπόροι της αλήθειας στη Γεωργία εκείνη την εποχή, στην αρχή δεν παρήγαν ορατά αποτελέσματα. (Ματθ. 13:33) Με τον καιρό όμως, το άγγελμα της Βασιλείας διαδόθηκε και προκάλεσε εντυπωσιακές αλλαγές στη ζωή πολλών ανθρώπων σε αυτή τη χώρα.
Λαχταρούσε να Βρει Δικαιοσύνη
Όταν ξέσπασε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, ο Βάσο Κβενιασβίλι ήταν έφηβος. Επειδή η Γεωργία αποτελούσε μέρος
της Σοβιετικής Ένωσης, σύντομα ο πατέρας του κλήθηκε να υπηρετήσει στον σοβιετικό στρατό. Εκείνον τον καιρό, η μητέρα του είχε ήδη πεθάνει. Ως το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας, αυτός άρχισε να κλέβει για να συντηρεί τον εαυτό του και τα μικρότερα αδέλφια του.Ο Βάσο έγινε μέλος μιας συμμορίας και βρέθηκε βαθιά μπλεγμένος στο οργανωμένο έγκλημα. Ο ίδιος λέει: «Πίστευα ότι υπήρχε περισσότερη δικαιοσύνη στον κόσμο του εγκλήματος παρά στην κυβέρνηση ή στην κοινωνία». Γρήγορα, όμως, κατάλαβε ότι έψαχνε κάτι παραπάνω από αυτό που μπορούσε να προσφέρει η ανθρώπινη κοινωνία. «Λαχταρούσα να βρω κάτι που να είναι δίκαιο», θυμάται.
Τελικά, ο Βάσο συνελήφθη για την εγκληματική του δράση και εξορίστηκε σε ένα στρατόπεδο εργασίας στη
Σιβηρία. Εκεί συνάντησε κάποιον Μάρτυρα του Ιεχωβά, ο οποίος είχε φυλακιστεί για την πίστη του. «Επιτέλους, βρήκα αυτό που έψαχνα», αναφέρει ο Βάσο. «Δεν είχαμε κανένα έντυπο, αλλά έβαζα τα δυνατά μου για να μαθαίνω από όσα μου έλεγε ο αδελφός».Όταν ο Βάσο αφέθηκε ελεύθερος το 1964, επέστρεψε στη Γεωργία και έψαξε να βρει Μάρτυρες του Ιεχωβά. Στο μεταξύ, επικοινωνούσε με τον πρώην συγκρατούμενό του δι’ αλληλογραφίας. Δυστυχώς, ο πιστός του φίλος πέθανε, και ο Βάσο έχασε κάθε επαφή με τον λαό του Θεού. Χρειάστηκε να περιμένει σχεδόν δύο δεκαετίες ώσπου να ξανασυναντήσει τους Μάρτυρες. Θα αναφερθούν περισσότερα για αυτόν στη συνέχεια.
Δυσκολίες που Μετατράπηκαν σε Ευλογίες
Για τη Βαλεντίνα Μιμινοσβίλι, μια νεαρή Γεωργιανή, η φυλάκιση σε ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης οδήγησε σε μεγάλη ευλογία. Εκεί συνάντησε για πρώτη φορά
Μάρτυρες του Ιεχωβά. Αυτό που την εντυπωσίασε περισσότερο ήταν η ακλόνητη πίστη τους. Τα όσα έμαθε από τη Γραφή άγγιξαν βαθιά την καρδιά της.Όταν γύρισε στο σπίτι της μετά τον πόλεμο, η Βαλεντίνα άρχισε να μεταδίδει τη νέα της πίστη σε άλλους. Σύντομα, όμως, αυτό τράβηξε την προσοχή των τοπικών αρχών, οι οποίες της επέβαλαν δέκα χρόνια φυλάκισης σε στρατόπεδο εργασίας στη Ρωσία. Εκεί συνάντησε ξανά Μάρτυρες του Ιεχωβά και αργότερα βαφτίστηκε.
Μόλις αφέθηκε ελεύθερη από το στρατόπεδο το 1967, η Βαλεντίνα μετακόμισε στη δυτική Γεωργία όπου συνέχισε να κηρύττει διακριτικά. Δεν γνώριζε ότι σύντομα θα αποτελούσε την απάντηση σε μια εγκάρδια προσευχή.
Ο Ιεχωβά Απάντησε στις Προσευχές Της
Η αδελφή Αντονίνα Γκουντάτζε μετακόμισε από τη Σιβηρία στη Γεωργία το 1962, όταν ο μη ομόπιστος σύζυγός της αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρίδα του. Η Αντονίνα καταγόταν από τη Σιβηρία και είχε γνωρίσει την αλήθεια από Μάρτυρες που είχαν εξοριστεί εκεί. Τώρα πια ζούσε στο Χασούρι, μια πόλη της δυτικής Γεωργίας, μακριά από τους ομοπίστους της.
Η Αντονίνα θυμάται πώς απάντησε ο Ιεχωβά στις προσευχές της: «Μια μέρα, έλαβα από τη μητέρα μου στη Σιβηρία ένα δέμα, μέσα στο οποίο ήταν πολύ καλά κρυμμένα μερικά Γραφικά έντυπα. Κάπως έτσι, συνέχισα να λαβαίνω πνευματική τροφή τα επόμενα έξι χρόνια. Κάθε φορά, ευχαριστούσα τον Ιεχωβά που με καθοδηγούσε, με ενθάρρυνε και με φρόντιζε από πνευματική άποψη».
Αλλά η Αντονίνα ήταν μόνη. «Ζητούσα συνέχεια από τον Ιεχωβά να βρεθώ και πάλι κοντά στους αδελφούς και στις αδελφές μου», λέει. «Μια μέρα, δυο γυναίκες μπήκαν στο
κατάστημα όπου εργαζόμουν ως πωλήτρια και με ρώτησαν: “Είσαι η Αντονίνα;” Η καλοσύνη στα πρόσωπά τους με έκανε να καταλάβω ότι ήταν πνευματικές αδελφές μου. Αγκαλιαστήκαμε και βάλαμε τα κλάματα».Η μια αδελφή ήταν η Βαλεντίνα Μιμινοσβίλι. Όταν η Αντονίνα έμαθε ότι διεξάγονταν συναθροίσεις στη δυτική Γεωργία, ενθουσιάστηκε! Μια φορά τον μήνα, ταξίδευε για να παρακολουθεί τις συναθροίσεις, αν και έπρεπε να διανύει 300 και πλέον χιλιόμετρα.
Η Αλήθεια Ριζώνει στη Δυτική Γεωργία
Τη δεκαετία του 1960, κάποιοι Μάρτυρες που διώκονταν από τις αρχές σε άλλα μέρη της Σοβιετικής Ένωσης επιδίωξαν να μετακομίσουν εκεί όπου οι συνθήκες ήταν πιο ευνοϊκές. Ένας από αυτούς ήταν ο Βλαντίμιρ Γκλαντιούκ, ένας ζηλωτής και δραστήριος αδελφός. Το 1969, μετακόμισε από την Ουκρανία στο Ζουγκντίντι της δυτικής Γεωργίας.
Αρχικά, όσοι ήρθαν στη Γεωργία διεξήγαν τις συναθροίσεις στη ρωσική. Ωστόσο, επειδή όλο και περισσότεροι Γεωργιανοί άρχισαν να τις παρακολουθούν τακτικά, διευθετήθηκε
να γίνονται στη γεωργιανή. Το έργο μαθήτευσης είχε τόση επιτυχία ώστε, τον Αύγουστο του 1970, βαφτίστηκαν 12 ντόπιοι.Την άνοιξη του 1972, ο Βλαντίμιρ και η οικογένειά του μετακόμισαν δυτικότερα, στην πόλη Σοχούμι στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας. «Νιώθαμε πνευματικά πλούσιοι και ήμασταν ευγνώμονες στον Ιεχωβά που μας ευλογούσε», εξηγεί ο Βλαντίμιρ. «Η εκκλησία εκεί μεγάλωσε πολύ γρήγορα». Εκείνη την άνοιξη, τηρήθηκε για πρώτη φορά η Ανάμνηση στο Σοχούμι με 45 παρόντες.
«Άκουγα με Όλη μου την Καρδιά και την Ψυχή»
Η Μπάμπουτσα Τζετζελάβα, 90 και πλέον ετών σήμερα, ήταν ένα από τα πρώτα άτομα στο Σοχούμι που δέχτηκαν αμέσως την αλήθεια στις αρχές του 1973. Η ίδια θυμάται: «Κάποια μέρα, μου τράβηξε την προσοχή μια ζωηρή
Η Μπάμπουτσα θυμάται πώς ένιωσε: «Άκουγα με όλη μου την καρδιά και την ψυχή». Όταν άκουσε ότι ο Θεός έχει προσωπικό όνομα, μπήκε αμέσως στη συζήτηση και ρώτησε αν μπορούσε να το δει στην Αγία Γραφή. Οι ερωτήσεις της ήταν τόσο πολλές ώστε η συζήτηση κράτησε τρεις ώρες.
Η Μπάμπουτσα φοβήθηκε μήπως δεν ξανασυναντήσει Μάρτυρες, γι’ αυτό ρώτησε: «Θα φύγετε έτσι απλά και θα με αφήσετε εδώ;»
Οι αδελφές αποκρίθηκαν: «Όχι, δεν θα σε αφήσουμε. Θα έρθουμε πάλι το επόμενο Σάββατο».
Το Σάββατο, προς μεγάλη χαρά της Μπάμπουτσα, οι δυο αδελφές όντως ήρθαν! Άρχισαν αμέσως Γραφική μελέτη. Λίγο πριν τελειώσει η μελέτη, η Μπάμπουτσα ένιωσε ξανά την ανάγκη να βεβαιωθεί ότι δεν θα έχανε την επαφή με τον λαό του Θεού. Σκέφτηκε: “Τώρα που βρήκα αυτούς τους ανθρώπους, πρέπει να φροντίσω να μην τους χάσω”.
Της ήρθε λοιπόν μια ιδέα. «Ήξερα ότι η Λιούμπα ήταν παντρεμένη», θυμάται. «Ρώτησα λοιπόν την Ίτα αν ήταν και εκείνη παντρεμένη. Όταν μου είπε πως δεν ήταν, της είπα με ενθουσιασμό: “Τότε έλα να μείνεις μαζί μου! Έχω δύο κρεβάτια και ένα φωτιστικό ανάμεσά τους. Θα βάζουμε τη Γραφή κάτω από το φως και θα συζητάμε ακόμα και τη νύχτα!”» Η Ίτα συμφώνησε και μετακόμισε στο διαμέρισμα της Μπάμπουτσα.
Αναπολώντας εκείνον τον καιρό, η Μπάμπουτσα λέει:
«Κάποιες νύχτες, αντί να κοιμάμαι, στοχαζόμουν αυτά που μάθαινα. Ξαφνικά, μου ερχόταν στο μυαλό μια ερώτηση. Τότε ξυπνούσα την Ίτα και της έλεγα: “Ίτα, πάρε τη Γραφή σου. Έχω μια ερώτηση!” Εκείνη, προσπαθώντας να ανοίξει τα μάτια της, μου έλεγε: “Εντάξει, καλή μου”. Κατόπιν, άνοιγε τη Γραφή και μου έδειχνε την απάντηση». Μόλις τρεις μέρες μετά τη μετακόμιση της Ίτα, η Μπάμπουτσα βγήκε να κηρύξει τα καλά νέα!Η Μπάμπουτσα είχε μια καλή φίλη, τη Νατέλα Τσαργκεϊσβίλι. «Νόμιζα ότι τα πλούτη θα την εμπόδιζαν να δεχτεί την αλήθεια, αλλά ευτυχώς έκανα λάθος», λέει η Μπάμπουτσα. «Από την πρώτη μας κιόλας συζήτηση, η φλόγα της αλήθειας άρχισε να καίει στην καρδιά της». Σύντομα, και οι δυο μετέδιδαν με ζήλο την ελπίδα τους σε φίλους, συνεργάτες και γείτονες.