Γένεση 34:1-31

34  Και η Δείνα, η κόρη της Λείας,+ την οποία είχε γεννήσει εκείνη στον Ιακώβ, συνήθιζε να πηγαίνει και να βλέπει+ τις κόρες του τόπου.+  Και ο Συχέμ, ο γιος του Εμμώρ του Ευαίου,+ ένας αρχηγός του τόπου, την είδε και κατόπιν την πήρε και πλάγιασε μαζί της και την ατίμασε.+  Και η ψυχή του προσκολλήθηκε στη Δείνα, την κόρη του Ιακώβ, και αγάπησε την κοπέλα και μιλούσε με πειστικότητα στην κοπέλα.  Τελικά ο Συχέμ είπε στον Εμμώρ τον πατέρα του:+ «Πάρε μου αυτή την κοπέλα για σύζυγο».+  Και ο Ιακώβ άκουσε ότι είχε μολύνει τη Δείνα την κόρη του. Και οι γιοι του ήταν με το κοπάδι του στον αγρό·+ και ο Ιακώβ σώπαινε μέχρι να έρθουν.+  Αργότερα ο Εμμώρ, ο πατέρας του Συχέμ, πήγε στον Ιακώβ για να μιλήσει μαζί του.+  Και οι γιοι του Ιακώβ ήρθαν από τον αγρό αμέσως μόλις το άκουσαν· και πόνεσαν οι άντρες μέσα τους και θύμωσαν πολύ,+ επειδή εκείνος είχε διαπράξει μια επαίσχυντη ανοησία εναντίον του Ισραήλ με το να πλαγιάσει με την κόρη του Ιακώβ,+ ενώ τίποτα τέτοιο δεν έπρεπε να γίνει.+  Και ο Εμμώρ μίλησε μαζί τους, λέγοντας: «Σχετικά με τον Συχέμ το γιο μου, η ψυχή του είναι προσκολλημένη στην κόρη σας.+ Δώστε την, σας παρακαλώ, σε αυτόν για σύζυγο+  και συμπεθερέψτε μαζί μας.+ Τις κόρες σας θα δώσετε σε εμάς, και τις κόρες μας θα πάρετε εσείς.+ 10  Και μπορείτε να κατοικείτε με εμάς και ο τόπος θα είναι στη διάθεσή σας. Κατοικήστε και κάντε εμπόριο σε αυτόν και εγκατασταθείτε σε αυτόν».+ 11  Κατόπιν ο Συχέμ είπε στον πατέρα της και στους αδελφούς της: «Ας βρω εύνοια στα μάτια σας και οτιδήποτε μου πείτε θα το δώσω. 12  Ανεβάστε πάρα πολύ το γαμήλιο τίμημα και το δώρο, τα οποία επιβάλλεται να δοθούν από μέρους μου,+ και εγώ είμαι πρόθυμος να δώσω ό,τι μου πείτε· μόνο δώστε μου την κοπέλα για σύζυγο». 13  Και οι γιοι του Ιακώβ απάντησαν στον Συχέμ και στον Εμμώρ τον πατέρα του με δόλο και μίλησαν έτσι επειδή εκείνος είχε μολύνει τη Δείνα την αδελφή τους.+ 14  Και τους είπαν: «Μας είναι αδύνατον να κάνουμε κάτι τέτοιο, να δώσουμε την αδελφή μας σε άντρα που έχει ακροβυστία,+ επειδή αυτό είναι όνειδος για εμάς. 15  Μόνο με αυτόν τον όρο μπορούμε να συμφωνήσουμε μαζί σας: να γίνετε σαν εμάς, με το να περιτμηθεί κάθε αρσενικό σας.+ 16  Τότε ασφαλώς θα σας δώσουμε τις κόρες μας, και τις κόρες σας θα πάρουμε εμείς, και ασφαλώς θα κατοικήσουμε με εσάς και θα γίνουμε ένας λαός.+ 17  Αν, όμως, δεν μας ακούσετε ώστε να περιτμηθείτε, τότε θα πάρουμε την κόρη μας και θα φύγουμε». 18  Και τα λόγια τους φάνηκαν καλά στα μάτια του Εμμώρ και στα μάτια του Συχέμ, του γιου του Εμμώρ,+ 19  και ο νεαρός άντρας δεν καθυστέρησε να εκτελέσει τον όρο,+ επειδή έβρισκε πράγματι ευχαρίστηση στην κόρη του Ιακώβ και ήταν ο πιο τιμημένος+ σε ολόκληρο τον οίκο του πατέρα του.+ 20  Έτσι λοιπόν, ο Εμμώρ και ο Συχέμ ο γιος του πήγαν στην πύλη της πόλης τους και άρχισαν να μιλούν στους άντρες της πόλης τους,+ λέγοντας: 21  «Αυτοί οι άνθρωποι είναι φιλειρηνικοί προς εμάς.+ Επομένως, ας κατοικήσουν στον τόπο και ας κάνουν εμπόριο σε αυτόν, εφόσον ο τόπος είναι αρκετά ευρύχωρος μπροστά τους.+ Τις κόρες τους μπορούμε να πάρουμε για συζύγους και τις κόρες μας μπορούμε να δώσουμε σε αυτούς.+ 22  Μόνο με αυτόν τον όρο θα συμφωνήσουν μαζί μας οι άνθρωποι να κατοικήσουν με εμάς ώστε να γίνουμε ένας λαός: να περιτμηθεί κάθε αρσενικό μας όπως ακριβώς περιτέμνονται αυτοί.+ 23  Τότε τα αποκτήματά τους και τα πλούτη τους και όλα τα ζωντανά τους δεν θα είναι δικά μας;+ Μόνο ας συμφωνήσουμε μαζί τους, ώστε να κατοικήσουν με εμάς».+ 24  Τότε όλοι όσοι έβγαιναν από την πύλη της πόλης του άκουσαν τον Εμμώρ και τον Συχέμ το γιο του, και όλα τα αρσενικά περιτμήθηκαν, όλοι όσοι έβγαιναν από την πύλη της πόλης του. 25  Ωστόσο, την τρίτη ημέρα, όταν εκείνοι πονούσαν,+ οι δύο γιοι του Ιακώβ, ο Συμεών και ο Λευί,+ αδελφοί της Δείνας,+ πήραν ο καθένας το σπαθί του και πήγαν στην πόλη χωρίς να προκαλέσουν υποψίες και σκότωσαν κάθε αρσενικό.+ 26  Και τον Εμμώρ και το γιο του τον Συχέμ τούς σκότωσαν με την κόψη του σπαθιού.+ Κατόπιν πήραν τη Δείνα από το σπίτι του Συχέμ και βγήκαν έξω.+ 27  Οι άλλοι γιοι του Ιακώβ επιτέθηκαν στους θανάσιμα τραυματισμένους άντρες και λεηλάτησαν την πόλη, επειδή εκείνοι είχαν μολύνει την αδελφή τους.+ 28  Τα ποίμνιά τους και τα βόδια τους και τα γαϊδούρια τους και ό,τι υπήρχε στην πόλη και ό,τι υπήρχε στον αγρό τα πήραν.+ 29  Και αιχμαλώτισαν όλο το βιος τους και όλα τα μικρά παιδιά τους και τις συζύγους τους, ώστε λεηλάτησαν όλα όσα υπήρχαν στα σπίτια.+ 30  Τότε ο Ιακώβ είπε στον Συμεών και στον Λευί:+ «Μου επιφέρατε εξοστρακισμό κάνοντάς με δυσωδία στους κατοίκους του τόπου,+ στους Χαναναίους και στους Φερεζαίους· και καθώς εγώ είμαι λιγοστός σε αριθμό,+ αυτοί ασφαλώς θα συγκεντρωθούν εναντίον μου και θα μου επιτεθούν και θα αφανιστώ, εγώ και ο οίκος μου». 31  Αυτοί όμως είπαν: «Έπρεπε, λοιπόν, να μεταχειριστούν την αδελφή μας σαν πόρνη;»+

Υποσημειώσεις