Γένεση 14:1-24
14 Στις ημέρες, λοιπόν, του Αμραφέλ, βασιλιά της Σεναάρ,+ του Αριώχ, βασιλιά της Ελλασάρ, του Χοδολλογομόρ,+ βασιλιά του Ελάμ,+ και του Τιδάλ, βασιλιά της Γκογίμ,+
2 αυτοί έκαναν πόλεμο με τον Βερά, βασιλιά των Σοδόμων,+ και με τον Βαρσά, βασιλιά των Γομόρρων,+ με τον Σεναάβ, βασιλιά της Αδμά,+ και με τον Σεμεβέρ, βασιλιά της Ζεβωγίμ,+ και με το βασιλιά της Βελά (δηλαδή της Σηγώρ).+
3 Όλοι αυτοί προέλασαν ως σύμμαχοι+ προς την Κοιλάδα Σιδδίμ,+ δηλαδή την Αλμυρή Θάλασσα.+
4 Δώδεκα χρόνια είχαν υπηρετήσει τον Χοδολλογομόρ, αλλά το δέκατο τρίτο χρόνο στασίασαν.
5 Και το δέκατο τέταρτο χρόνο ήρθε ο Χοδολλογομόρ, καθώς και οι βασιλιάδες που ήταν μαζί του, και επέφεραν ήττες στους Ρεφαΐμ στην Αστερώθ-καρναΐμ+ και στους Ζουζίμ στη Χαμ και στους Εμίμ+ στη Σαυή-κιριαθαΐμ
6 και στους Χορίτες+ στο βουνό τους το Σηείρ,+ μέχρι κάτω στην Ελ-φαράν,+ η οποία είναι στην έρημο.
7 Κατόπιν γύρισαν και ήρθαν στην Εν-μισπάτ, δηλαδή στην Κάδης,+ και νίκησαν ολόκληρη την περιοχή των Αμαληκιτών,+ καθώς και τους Αμορραίους+ που κατοικούσαν στην Ασασών-θάμαρ.+
8 Τότε άρχισε να προελαύνει ο βασιλιάς των Σοδόμων, καθώς και ο βασιλιάς των Γομόρρων και ο βασιλιάς της Αδμά και ο βασιλιάς της Ζεβωγίμ και ο βασιλιάς της Βελά (δηλαδή της Σηγώρ) και παρατάχθηκαν για μάχη εναντίον τους στην Κοιλάδα Σιδδίμ,+
9 εναντίον του Χοδολλογομόρ, βασιλιά του Ελάμ, και του Τιδάλ, βασιλιά της Γκογίμ, και του Αμραφέλ, βασιλιά της Σεναάρ, και του Αριώχ, βασιλιά της Ελλασάρ·+ τέσσερις βασιλιάδες εναντίον των πέντε.
10 Η Κοιλάδα Σιδδίμ,+ λοιπόν, ήταν γεμάτη λάκκους με άσφαλτο·+ και οι βασιλιάδες των Σοδόμων και των Γομόρρων+ τράπηκαν σε φυγή και έπεσαν μέσα σε αυτούς· και όσοι απέμειναν κατέφυγαν στην ορεινή περιοχή.+
11 Τότε οι νικητές πήραν όλα τα αγαθά των Σοδόμων και των Γομόρρων και όλη την τροφή τους και έφυγαν.+
12 Πήραν επίσης τον Λωτ, το γιο του αδελφού του Άβραμ, και τα αγαθά του και συνέχισαν το δρόμο τους. Αυτός κατοικούσε τότε στα Σόδομα.+
13 Κατόπιν ένας άνθρωπος που είχε διαφύγει ήρθε και τα είπε αυτά στον Άβραμ τον Εβραίο.+ Αυτός τότε κατασκήνωνε ανάμεσα στα μεγάλα δέντρα του Μαμβρή του Αμορραίου,+ του αδελφού του Εσχώλ και αδελφού του Ανέρ·+ και αυτοί είχαν συνθήκη με τον Άβραμ.
14 Έτσι ο Άβραμ άκουσε ότι ο αδελφός του είχε αιχμαλωτιστεί.+ Τότε συγκέντρωσε τους εκπαιδευμένους άντρες του,+ τριακόσιους δεκαοχτώ δούλους γεννημένους στο σπιτικό του,+ και έσπευσε σε καταδίωξη μέχρι τη Δαν.+
15 Και τη νύχτα χώρισε τις δυνάμεις του,+ αυτός και οι δούλοι του, εναντίον τους, και έτσι τους νίκησε και εξακολούθησε να τους καταδιώκει μέχρι τη Χοβά, η οποία είναι βόρεια της Δαμασκού.
16 Και πήρε πίσω όλα τα αγαθά,+ και επίσης πήρε πίσω τον Λωτ, τον αδελφό του, και τα αγαθά του, καθώς και τις γυναίκες και το λαό.+
17 Τότε ο βασιλιάς των Σοδόμων βγήκε να τον συναντήσει αφού εκείνος γύρισε έχοντας νικήσει τον Χοδολλογομόρ και τους βασιλιάδες που ήταν μαζί του, στην Κοιλάδα Σαυή, δηλαδή στην Κοιλάδα του Βασιλιά.+
18 Και ο Μελχισεδέκ,+ ο βασιλιάς της Σαλήμ,+ έφερε έξω ψωμί και κρασί·+ και αυτός ήταν ιερέας του Υψίστου Θεού.+
19 Κατόπιν τον ευλόγησε και είπε:
«Ευλογημένος να είναι ο Άβραμ από τον Ύψιστο Θεό,+Αυτόν που έκανε τον ουρανό και τη γη·+
20 Και ευλογημένος να είναι ο Ύψιστος Θεός,+Που παρέδωσε τους δυνάστες σου στο χέρι σου!»+
Τότε ο Άβραμ τού έδωσε ένα δέκατο από το καθετί.+
21 Έπειτα ο βασιλιάς των Σοδόμων είπε στον Άβραμ: «Δώσε μου τις ψυχές+ και κράτησε εσύ τα αγαθά».
22 Τότε ο Άβραμ είπε στο βασιλιά των Σοδόμων: «Σηκώνω το χέρι μου για να ορκιστώ+ στον Ιεχωβά τον Ύψιστο Θεό, Αυτόν που έκανε τον ουρανό και τη γη,
23 ότι, από κλωστή μέχρι λουρί σανδαλιού, όχι, δεν θα πάρω τίποτα από οτιδήποτε είναι δικό σου,+ για να μην πεις: “Εγώ ήμουν που έκανα πλούσιο τον Άβραμ”.
24 Τίποτα για εμένα!+ Μόνο ό,τι έφαγαν ήδη οι νεαροί άντρες, και το μερίδιο των αντρών που πήγαν μαζί μου, του Ανέρ, του Εσχώλ και του Μαμβρή+—αυτοί ας πάρουν το μερίδιό τους».+