Ρουθ 1:1-22
1 Τις ημέρες στις οποίες έκριναν οι κριτές,+ έγινε πείνα+ στη χώρα και ένας άνθρωπος έφυγε από τη Βηθλεέμ+ του Ιούδα για να κατοικήσει ως πάροικος στην περιοχή του Μωάβ,+ αυτός και η σύζυγός του και οι δύο γιοι του.
2 Και το όνομα του ανθρώπου ήταν Ελιμέλεχ, και το όνομα της συζύγου του Ναομί και τα ονόματα των δύο γιων του Μααλών και Χελαιών, Εφραθίτες+ από τη Βηθλεέμ του Ιούδα. Τελικά ήρθαν στην περιοχή του Μωάβ και έμειναν εκεί.
3 Έπειτα πέθανε ο Ελιμέλεχ, ο σύζυγος της Ναομί, και έτσι αυτή απέμεινε με τους δύο γιους της.
4 Αργότερα αυτοί πήραν συζύγους, Μωαβίτισσες.+ Το όνομα της μιας ήταν Ορφά και το όνομα της άλλης Ρουθ.+ Και κατοίκησαν εκεί δέκα χρόνια περίπου.
5 Έπειτα πέθαναν και αυτοί οι δύο, ο Μααλών και ο Χελαιών, και έτσι η γυναίκα απέμεινε χωρίς τα δύο παιδιά της και το σύζυγό της.
6 Τότε σηκώθηκε μαζί με τις νύφες της για να επιστρέψει από την περιοχή του Μωάβ, γιατί άκουσε στην περιοχή του Μωάβ ότι ο Ιεχωβά είχε στρέψει την προσοχή του στο λαό του+ δίνοντάς του ψωμί.+
7 Και έφυγε από τον τόπο όπου έμενε,+ και οι δύο νύφες της ήταν μαζί της, και περπατούσαν στο δρόμο για να επιστρέψουν στη γη του Ιούδα.
8 Τελικά η Ναομί είπε και στις δύο νύφες της: «Πηγαίνετε, επιστρέψτε η καθεμιά στο σπίτι της μητέρας της. Είθε ο Ιεχωβά να εκδηλώσει στοργική καλοσύνη προς εσάς,+ όπως εκδηλώσατε εσείς προς τους άντρες που τώρα είναι νεκροί και προς εμένα.+
9 Είθε ο Ιεχωβά να σας κάνει ένα δώρο+ και να βρείτε τόπο ανάπαυσης+ η καθεμιά στο σπίτι του συζύγου της». Κατόπιν τις φίλησε,+ και εκείνες ύψωσαν τη φωνή τους και έκλαιγαν.
10 Και της έλεγαν: «Όχι! Μαζί σου θα επιστρέψουμε στο λαό σου».+
11 Η Ναομί, όμως, είπε: «Επιστρέψτε, κόρες μου. Γιατί να έρθετε μαζί μου; Μήπως εγώ έχω ακόμη γιους στα σπλάχνα μου και μήπως αυτοί θα γίνουν άντρες σας;+
12 Επιστρέψτε, κόρες μου, πηγαίνετε, γιατί γέρασα τόσο που δεν γίνεται πια να ανήκω σε άντρα. Αν έλεγα ότι έχω ελπίδα τόσο να γίνω γυναίκα κάποιου άντρα απόψε όσο και να γεννήσω γιους,+
13 θα τους περιμένατε ώσπου να μεγαλώσουν; Θα μένατε για αυτούς απομονωμένες ώστε να μη γίνετε γυναίκες κάποιων αντρών; Όχι, κόρες μου, γιατί είναι πολύ πικρό για εμένα, λόγω της κατάστασής σας, το ότι στράφηκε εναντίον μου το χέρι του Ιεχωβά».+
14 Τότε εκείνες ύψωσαν τη φωνή τους και έκλαψαν και άλλο, και μετά η Ορφά φίλησε την πεθερά της. Η δε Ρουθ προσκολλήθηκε σε αυτήν.+
15 Αυτή, λοιπόν, είπε: «Δες! Η χήρα συννυφάδα σου επέστρεψε στο λαό της και στους θεούς+ της. Επίστρεψε και εσύ μαζί με τη συννυφάδα σου».+
16 Και η Ρουθ είπε: «Μη με παρακαλείς να σε εγκαταλείψω, να πάψω να σε συνοδεύω· γιατί όπου πας εσύ θα πάω και εγώ, και όπου διανυκτερεύσεις εσύ θα διανυκτερεύσω και εγώ.+ Ο λαός σου θα είναι λαός μου,+ και ο Θεός σου, Θεός μου.+
17 Όπου πεθάνεις εσύ θα πεθάνω και εγώ,+ και εκεί θα θαφτώ. Έτσι να κάνει ο Ιεχωβά σε εμένα και έτσι να προσθέσει+ σε αυτό, αν κάτι άλλο εκτός από το θάνατο με χωρίσει από εσένα».
18 Όταν είδε ότι επέμενε να πάει μαζί της,+ τότε έπαψε να της μιλάει.
19 Και συνέχισαν και οι δύο το δρόμο τους ώσπου έφτασαν στη Βηθλεέμ.+ Και μόλις έφτασαν στη Βηθλεέμ, ξεσηκώθηκε όλη η πόλη για αυτές+ και οι γυναίκες έλεγαν: «Αυτή είναι η Ναομί;»+
20 Και αυτή έλεγε στις γυναίκες: «Μη με φωνάζετε Ναομί. Να με φωνάζετε Μαρά, γιατί ο Παντοδύναμος+ με πίκρανε πολύ.+
21 Ήμουν γεμάτη όταν έφυγα,+ και με άδεια χέρια με έκανε να επιστρέψω ο Ιεχωβά.+ Γιατί να με φωνάζετε Ναομί, εφόσον ο Ιεχωβά με ταπείνωσε+ και ο Παντοδύναμος μου προξένησε συμφορά;»+
22 Έτσι επέστρεψε η Ναομί, έχοντας μαζί της τη Ρουθ τη Μωαβίτισσα, τη νύφη της, όταν επέστρεψε από την περιοχή του Μωάβ·+ και έφτασαν στη Βηθλεέμ+ όταν άρχιζε ο θερισμός του κριθαριού.+