Ιώβ 2:1-13
2 Αργότερα έφτασε η ημέρα που ήρθαν οι γιοι του αληθινού Θεού να σταθούν ενώπιον του Ιεχωβά, και ήρθε και ο Σατανάς ανάμεσά τους για να σταθεί ενώπιον του Ιεχωβά.+
2 Τότε ο Ιεχωβά είπε στον Σατανά: «Από πού έρχεσαι;» Και ο Σατανάς απάντησε στον Ιεχωβά και είπε: «Από περιήγηση στη γη και από περίπατο σε αυτήν».+
3 Και ο Ιεχωβά είπε στον Σατανά: «Μήπως προσήλωσες την καρδιά σου στον υπηρέτη μου τον Ιώβ,+ που δεν υπάρχει όμοιός του στη γη, άνθρωπος άμεμπτος και ευθύς,+ που φοβάται τον Θεό+ και απομακρύνεται από το κακό;+ Ακόμη και τώρα κρατάει την ακεραιότητά+ του παρ’ όλο που με υποκινείς+ εναντίον του για να τον καταπιώ χωρίς αιτία».+
4 Αλλά ο Σατανάς+ απάντησε στον Ιεχωβά και είπε: «Δέρμα για χάρη δέρματος, και όλα όσα έχει ο άνθρωπος θα τα δώσει για χάρη της ψυχής του.+
5 Άπλωσε, όμως, τώρα το χέρι σου, παρακαλώ, και άγγιξε τα κόκαλά του και τη σάρκα του και δες αν δεν σε καταραστεί κατά πρόσωπο».+
6 Τότε ο Ιεχωβά είπε στον Σατανά: «Ορίστε! Αυτός είναι στο χέρι σου! Μόνο την ψυχή του να προσέξεις!»
7 Έφυγε, λοιπόν, ο Σατανάς από το πρόσωπο του Ιεχωβά+ και πάταξε τον Ιώβ με μεγάλα κακοήθη σπυριά+ από τα πέλματα των ποδιών του μέχρι την κορυφή του κεφαλιού του.
8 Και εκείνος πήρε ένα κομμάτι από πήλινο αγγείο για να ξύνεται· και καθόταν μέσα στις στάχτες.+
9 Τελικά, η σύζυγός του τού είπε: «Ακόμη κρατάς την ακεραιότητά σου;+ Καταράσου τον Θεό και πέθανε!»
10 Αλλά εκείνος της είπε: «Μιλάς και εσύ όπως μιλάει μια ασύνετη+ γυναίκα. Μόνο τα καλά πράγματα θα δεχόμαστε από τον αληθινό Θεό, και δεν θα δεχόμαστε τα κακά πράγματα;»+ Σε όλα αυτά, ο Ιώβ δεν αμάρτησε με τα χείλη του.+
11 Και τρεις φίλοι του Ιώβ άκουσαν όλες αυτές τις συμφορές που είχαν πέσει πάνω του και ήρθαν, ο καθένας από τον τόπο του, ο Ελιφάς ο Θεμανίτης+ και ο Βιλδάδ ο Σαυχίτης+ και ο Σωφάρ ο Νααμαθίτης.+ Συναντήθηκαν,+ λοιπόν, κατόπιν συμφωνίας για να έρθουν και να συμμεριστούν τον πόνο του και να τον παρηγορήσουν.+
12 Όταν σήκωσαν τα μάτια τους από μακριά, δεν τον αναγνώρισαν. Και ύψωσαν τη φωνή τους και έκλαψαν και έσκισαν+ ο καθένας το αμάνικο πανωφόρι του και σκόρπισαν χώμα προς τους ουρανούς πάνω στα κεφάλια τους.+
13 Και κάθονταν+ μαζί του καταγής εφτά ημέρες και εφτά νύχτες, και κανείς δεν του έλεγε λέξη, γιατί έβλεπαν ότι ο πόνος+ ήταν πολύ μεγάλος.